Το πηγάδι
Το πηγάδι
Στον δρόμο που περνούσαν τα παλικάρια γυρνώντας από τον πόλεμο υπήρχε ένα πηγάδι, και γύρω του κάθε μεσημέρι, μες στην ντάλα, στήνανε χορό οι νεράιδες. Αν όμως τύχαινε να σταθεί κανείς εκεί για νερό έβλεπε νέα κοπέλα μόνη να κάθεται να κλαίει.
Τι έχεις, κόρη μου, και κλαις και βαριαναστενάζεις;
Μου σκότωσαν τον αδερφό στον πόλεμο, στη μάχη.
Κι έτσι απέμεινα εγώ στον κόσμο αυτό μονάχη.
Μην και τον σκότωσα εγώ με τα δικά μου χέρια;
Πώς ήτανε, πώς έμοιαζε πες μου το πρόσωπό του.
Αν θες να δεις πώς έμοιαζε κοίταξε στο πηγάδι.
Κοίτα επάνω στο νερό πώς φαίνεται η μορφή του.
Αν αυτός έσκυβε να δει, τον έσπρωχνε να πέσει και να πνιγεί. Αν όμως το μυαλό του έκοβε, καταλάβαινε την απάτη. Έλεγε το «Πάτερ Ημών» και τότε άφριζε το δαιμόνιο από τη λύσσα του κι έπεφτε εκείνο μέσα.
Μετά πέρασαν χρόνια, το πηγάδι μπαζώθηκε, από πάνω του έπεσε άσφαλτος και ο χωματόδρομος έγινε δρόμος πρωτεύουσας.
Στον ξεφτισμένο τοίχο ακουμπούσε ο Ανέστης, με το μπαγλαμαδάκι κρυμμένο στο μανίκι, φούμαρε το τελευταίο του τσιγάρο και προσευχόταν στον Θεό να του δώσει κι άλλο ένα, κι άλλο ένα. Από το φρεάτιο του υπονόμου σύρθηκε η νεράιδα και πήγε και στάθηκε δίπλα του. Ήταν κουρέλια τα ρούχα της, τα μαλλιά της λασπωμένα και μπλεγμένα, αλλά τα γυμνά της στήθη ήταν λευκά και στητά. Με το ένα μάτι ο Ανέστης κοίταζε τον βλάχο που έστριβε τη γωνία, κι όταν απομακρύνθηκε τής πρόσφερε τζούρα. Εκείνη ρούφηξε τον καπνό και τα στήθη της φούσκωσαν ακόμα περισσότερο. Είδε γύρω της κίτρινα στάχυα και γαλάζια σύννεφα. Ήταν άνοιξη. Γονάτισε στο πεζοδρόμιο και άρχισε να κλαίει και να μοιρολογά, αλλά ο Ανέστης δεν τη λυπήθηκε. Γι’ αυτό κι εκείνη οργίστηκε και η οργή της ήταν ανεμοστρόβιλος. Του πήρε το μπαγλαμαδάκι από το μανίκι και το έσπασε στο πεζοδρόμιο. Ο Ανέστης όμως την κράτησε σφιχτά, όσο λυσσομανούσε ο αέρας κι ας κλότσαγε εκείνη, κι ας έφτυνε, κι ας δάγκωνε μέχρι να τρέξει αίμα.
Όταν κόπασε ο άνεμος εκείνη ήταν ακόμα εκεί και ήταν δικιά του για πάντα. Την έβαλε να γνέθει. Το γνέσιμο της νεράιδας δε σώνεται ποτέ.